Powered By Blogger

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019


Δυο χρόνια πριν, ο αγαπημένος φίλος σκηνοθέτης Βασίλης Βαφέας μου πρότεινε να μιλήσω στο αφιέρωμα που διοργάνωναν οι "Φίλοι του  Σωκράτη Καψάσκη" στη μνήμη του σημαντικού έλληνα δημιουργού. Ετσι, την 1η Νοεμβρίου 2017 βρέθηκα να μιλώ για τον πεζογράφο Καψάσκη ενώ ο Μανώλης Γιούργος μίλησε για το μεταφραστικό του έργο. 





"Ομολογώ πως διάβασα το μυθιστόρημα του Σωκράτη Καψάσκη «Πίσω από το χαμόγελο» στις αρχές Οκτωβρίου όταν μου πρότεινε ο αγαπημένος και πολύτιμος φίλος, ο Βασίλης Βαφέας , να μιλήσω γι’ αυτό στο τριήμερο αφιέρωμα στη μνήμη του σημαντικού έλληνα δημιουργού.
Στα διαβάσματά μου προτιμώ την ποίηση κι έτσι δεν είχε τύχει μέχρι τότε να έχω διαβάσει πεζό του Καψάσκη. Κι ίσως επειδή προτιμώ την ποίηση, το πρώτο που μου ήρθε στο νου διαβάζοντας το «Πίσω από το χαμόγελο» ήταν ο στίχος του Κωστή Μοσκώφ από τη συλλογή του « Για τον έρωτα και την επανάσταση» : Ο έρωτας δεν ήταν για μας γέφυρα·
τρόμαξες·..»
Γιατί αυτή ήταν η κατακλείδα του μυθιστορήματος του Καψάσκη Ένας άντρας και μια γυναίκα, κοντά στα 40 , που υπήρξαν εραστές και σύντροφοι την εποχή που ονειρεύονταν την επανάσταση, παντρεμένοι και με παιδιά πλέον αμφότεροι, συναντώνται συμπτωματικά. Η συνάντησή τους προκαλεί την ανάφλεξη – όπως γράφει ο Τσακνιάς στην κριτική του- ενός υπνώττοντος  ηφαιστείου του οποίου η λάμψη «καταυγάζει τη ζωή των δύο εραστών, αλλά κυρίως φωτίζει τα σκοτάδια και τα αδιέξοδά τους». Αδιέξοδα υπαρξιακά, ιδεολογικά, συναισθηματικά… Εκείνη είχε μείνει πιστή στο κίνημα, εκείνος είχε υπογράψει δήλωση μετανοίας. Εκείνη παντρεύτηκε έναν λαϊκό φορτηγατζή ζώντας μια ζωή συμβατική στην ελληνική επαρχία. Εκείνος έγινε επιτυχημένος αρχιτέκτονας και ο γάμος του πέρασε στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων. Στην τυχαία τους συνάντηση το εν υπνώσει ηφαίστειο εκρήγνυται. Κι εκεί στην έκρηξη κυριαρχεί η μνήμη των σωμάτων, του έρωτα, της επανάστασης. Γιατί όπως γράφει και ο Σρέκο Χόρβατ ο έρωτας και η επανάσταση έχουν κάτι κοινό. Το πρώτο πράγμα που συμβαίνει σε επαναστάσεις είναι πολύ παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει όταν ερωτεύεσαι. Πιάνεις τον εαυτό σου να βρίσκεται σε μια δημόσια πλατεία και βιώνεις μια έντονη στιγμή που είναι πολύ συγκεκριμένη γιατί αυτό συμβαίνει μόνο σε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, ίσως και μόνο μια φορά στη ζωή σου. Αλλά κατά κάποιο τρόπο αυτή η πολύ ξεχωριστή στιγμή είναι ήδη καθολική. Το ίδιο συμβαίνει και στον έρωτα. Μπορείς να ερωτευτείς ένα πρόσωπο που είναι πολύ συγκεκριμένο ιδιαίτερο και μοναδικό αλλά την ίδια στιγμή, αυτή είναι ακριβώς και η στιγμή που εισέρχεσαι στην καθολικότητα».
«δηλαδή, τι θέλεις να πεις; -ρωτά ο πρωταγωνιστής- ότι η ζεστασιά και η ζωντάνια της επανάστασης δεν κινδυνεύουν παρά μόνο από μας τους δύο; Ότι η επανάσταση έχασε τη  ζεστασιά και τη ζωντάνια της όταν υπέγραψα εγώ κι όταν εσύ τα παράτησες κι έφυγες στην Καβάλα;
Όχι, λέει εκείνη. Θέλω να πω ότι ανεξάρτητα από το πόσο ζεστή και ζωντανή ήτανε η επανάσταση κείνη την ώρα εμείς με μια δική μας απόφαση την παγώσαμε μέσα στο κορμί και το μυαλό μας, θέλω να πω ότι εμείς που μεγαλώσαμε μαζί με την επανάσταση που περίπου γεννηθήκαμε ή ξυπνήσαμε μαζί της εμείς οι ίδιοι τη στιγμή που αποφασίσαμε να χωρίσουμε από αυτήν στερηθήκαμε κάτι που ήταν για μας πιο αναγκαίο από τον ήλιο το νερό ή το ψωμί και πως από τότε ό,τι μας συμβαίνει στην υπόλοιπη ζωή μας έχει την αιτία του σ΄αυτή τη στέρηση σε αυτή την αποκοπή από εκείνο που μας έτρεφε και μας ζέσταινε πάντα…»
 Θυμούνται λοιπόν οι δυο εραστές αυτά που τους ενώνουν: τον έρωτα και την επανάσταση.
«…τώρα λέει, πριν αρχίσουμε να μιλάμε για τ’ άλλα που δεν έχουν σημασία, τώρα πες μου τι σκεφτόσουν δικό μου όλα αυτά τα χρόνια; Ρωτά η Ιωάννα
Καλά λέω, θα σου πω…το σώμα σου. Το σώμα σου στην αγκαλιά μου»
Εκείνη τολμά, χωρίζει και του ζητά να κάνει το ίδιο. Μα, ο έρωτας δεν ήταν γι’ αυτούς γέφυρα…εκείνος τρόμαξε! Θα μπορούσαμε να πούμε πειράζοντας λιγάκι το στίχο του Μοσκώφ.  
Είναι αλήθεια πάντως πως προσωπικά αυτό που με συγκίνησε στο βιβλίο του Καψάσκη δεν ήταν η ερωτική ιστορία αυτή καθ’ αυτή, η τυχαία συνάντηση, το κοινό του έρωτα και της επανάστασης, η διάψευση, ο συμβιβασμός του πρωταγωνιστή, η συν-ευθύνη του – καθ’ ομολογίαν του- στη θλιβερή αρχιτεκτονικά αστική εικόνα. Συγκλονιστική η αναφορά του Καψάσκη σ’ αυτό το τελευταίο: « καθώς θάβαμε κάθε βράδυ αυτά τα όνειρα μέχρι που καταφέραμε να τα εξαφανίσουμε όλα και να μείνουμε γυμνοί κι έτσι να βάλουμε την υπογραφή μας σ ‘ εκείνο το χαρτί που μας άνοιγε την πόρτα της φυλακής και βγήκαμε έξω έτοιμοι να τους υπηρετήσουμε, κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα τους, έτοιμοι για τις πολυκατοικίες με τα δυάρια και τα τριάρια , με τις ελλιπείς προδιαγραφές με τα τσουρουτεμένα κλιμακοστάσια, την πρόχειρη αποχέτευση, την κακότεχνη κατασκευή, έτοιμοι να επαναλάβουμε το μοντέλο του προηγούμενου χτιρίου που έμπραχτα πραγματοποίησε κέρδος..» βγήκαμε από τη φυλακή έτοιμοι να δεχτούμε τις λοβιτούρες των μειοδοτικών διαγωνισμών, τα μπιλιετάκια και τα φακελάκια…»
Αυτά που περισσότερο με συγκίνησαν είναι οι μικρές ιστορίες μέσα στη μεγάλη ιστορία, μικρές ιστορίες σαν ταινίες μικρού μήκους που συνθέτουν κατόπιν μια μεγάλη.
Η περιγραφή της ταμία στο καφέ του σταθμού του τραίνου,
«κοιτάζει την πόρτα ποιος μπαίνει  ποιος βγαίνει με προσέχει που την κοιτάζω και συνεχίζει το μέτρημα , ξύνει τη μασχάλη της με τσιμπήματα , όλες ίδιες είναι πίσω από το ταμείο…φριχτό πράγμα για μια γυναίκα να δουλεύει νύχτα….φτιάχνοντας  τα φουστάνια σου πίσω από τον πάγκο, ανοίγοντας τα μεριά σου για ν’ αερίζεσαι μια στάλα καθώς δεν μπαίνει αέρας από πουθενά και συγκαίγεσαι καλά στριμώχτηκες μόνη σου εκεί μέσα πίσω από τον πάγκο κάθε νύχτα, αν σηκωθείς μπορώ να γνωρίσω τους γοφούς σου σε χίλιες γυναίκες με τα πάχια μαζεμένα εκεί από το καθισιό , το κορμί σου πεθαίνοντας κάθε νύχτα και μόνο τα μάτια σου ζωντανά και τα δάχτυλα να μετράνε και το στόμα πίνοντας κάτι όλη νύχτα για να περάσει η ώρα…»
Η περιγραφή του γέροντα  στο σταθμό που τρώει τα κόλλυβα από την τσέπη του
«γύρισα το κεφάλι μου αργά και τον είδα νάρχεται καταπάνω μας. Ήτανε γέρος. Κάθισε στην άλλη άκρη του πάγκου κοιτάζοντας την είσοδο, έβαλε το χέρι του στην τσέπη του κουρελιασμένου παλτού του και χρησιμοποιώντας το σαν κουτάλα χτύπαγε τη φόδρα πάντα προς την ίδια κατεύθυνση μαζεύοντας το περιεχόμενο σε μια γωνία, ψίχουλα ίσως, ή σταφίδες  τα μουστάκια και τα γένια του κίτρινα, όχι μάλλον καπνό από τσιγάρα τριμμένα στην τσέπη του, όταν έβγαλε το χέρι του είδα καθαρά , ήτανε στάρι από κόλλυβα πασαλειμμένα με ζάχαρη, άπλωσε την παλάμη του για να βλέπει καλά στο φως…..άδειασε την παλάμη του στο στόμα μερικοί κόκκοι πέσανε χάμω στο τσιμέντο κάμποσοι άλλοι πάνω στο στήθος και τα πόδια του…έβλεπα τα μάτια του να κοιτάζουν αφηρημένα το τσιμέντο , πρόσεξα τα μάτια του καθώς γύριζαν αργά στο τσιμέντο εξετάζοντας τα σχήματα που του προσφέρονταν , η ματιά του ακουμπώντας πάνω τους αναζητούσε κάτι, ίσως τοπία και πρόσωπα που κάποτε είχε συναντήσει και ποτέ του δεν είχε καταφέρει να πλησιάσει και ν’ αγαπήσει…»
το τραγούδι των δύο εραστών στο ξενοδοχείο
Έλα να τραγουδήσουμε λέει Τι; Να τραγουδήσουμε ένα από τα τραγούδια μας. Δεν θυμάμαι λέω, τόσα χρόνια…όχι τα θυμάσαι έλα.
Τι τα θέλουμε τα όπλα, λέει…ξεκίνα εσύ, εγώ θα κάνω σιγόντο όπως πάντα, όπως τότε και έτσι τραγουδήσαμε
Τι τα θέλουμε τα όπλα, τα κανόνια τα σπαθιά να τα φτιάξουμε εργαλεία να δουλεύει η εργατιά, τι τον θέλουμε τον στόλο , τον Αβέρωφ, το Κιλκίς να τα κάνουμε τραχτέρια να οργώνουμε τη γης..
Θα μπορούσα να εντοπίσω ή να διαβάσω αρκετές ακόμη μικρές ιστορίες μέσα στη μεγάλη. Θέλω να πω ότι αυτό που για μένα κυρίως αναδεικνύεται στο μυθιστόρημα του Καψάσκη είναι η κινηματογραφική του ματιά. Μια ματιά τρυφερή, πικρή και μια καρδιά συμπάσχουσα…
Θα τον θυμόμαστε τον Καψάσκη. Για τα γραφτά του, για τις ταινίες του, για την πολύτιμη παρακαταθήκη του, το Στούντιο.
Σας ευχαριστώ
Αρετή Καλεσάκη